- κερδίζω
- και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος]αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;»)νεοελλ.1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε γλέντια»)2. επιτυγχάνω κάτι από τύχη ή με τη δική μου ικανότητα (α. «κέρδισε τον πρώτο αριθμό τού λαχείου» β. «κέρδισε το πρώτο βραβείο»)3. βρίσκομαι σε πλεονεκτικότερη θέση («κερδίζει σε ύψος»)4. κάνω καλύτερη εντύπωση, φαίνομαι καλύτερος («κερδίζει από κοντά» — φαίνεται ωραιότερος ή καλύτερος όταν τόν πλησιάσεις και τόν συναναστραφείς)5. φρ. α) «κερδίζω το ψωμί μου» — αποκτώ τα αναγκαία για να ζήσωβ) «κερδίζω έδαφος» — κάνω πρόοδο, υπερτερώγ) «κερδίζω χρόνο» ή «κερδίζω καιρό» — επωφελούμαι από κάποια αναβολή για να προετοιμαστώ καλύτεραδ) «ο άρρωστος κερδίζει ώρες» — ο άρρωστος είναι ετοιμοθάνατοςνεοελλ.-μσν.1. νικώ σε κάποιο αγώνα, βγαίνω νικητής από κάποιο αγώνα, υπερισχύω («κέρδισε τις εκλογές»)2. γίνομαι κύριος, αποκτώ, κυριεύω κάτι3. (με ηθική σημ.) αποκτώ κάτι καλό, κατορθώνω να αποκτήσω κάτι (α. «κέρδισα την εμπιστοσύνη του» β. «κέρδισε την καρδιά της»)μσν.φρ. α) «κερδίζω θάνατον» — θανατώνομαι, φονεύομαιβ) «κακῶς κερδίζω» — ζημιώνομαιγ) «μὲ κερδίζει ὁ θάνατος» — πεθαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.